- κόμψευε
- κομψεύωrefine uponpres imperat act 2nd sgκομψεύωrefine uponimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κομψεύω — (Α κομψεύω) [κομψός] κάνω κάτι κομψό, προσδίδω κομψότητα σε κάτι νεοελλ. (συν. το μέσ.) κομψεύομαι 1. προσπαθώ να είμαι ή να φαίνομαι κομψός 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κομψευόμενος, η, ο ντυμένος με επιτηδευμένη κομψότητα αρχ. 1. μιλώ με κομψότητα … Dictionary of Greek